11.1.09

Η Εβραϊκή Προέλευση του Χριστιανισμού

Η Χριστιανική Εκκλησία και η κοινωνία προς την οποία έχει γενικά προσαρμοστεί, έχουν κατά το μεγαλύτερο μέρος κυριαρχηθεί από τον τρόπο σκέψης και τις πολιτιστικές φόρμες της Ελλάδας και της Ρώμης μάλλον, παρά από την αληθινή Εβραϊκή προέλευση του Χριστιανισμού. Σαν συνέπεια ο Χριστιανισμός έχει υποφέρει θεολογικά, αλλά και πρακτικά, αδυνατώντας να λειτουργήσει σαν αλάτι και φως, και να διορθώσει την κοινωνία. Σε αυτήν την αποχώρηση από τις πραγματικές της ρίζες, η Εκκλησία έπεσε θύμα πλάνης και έτσι η συνάφειά της με την κοινωνία ήταν αμοιβαία βλαβερή. Οι συνέπειες είναι σοβαρές και έχουν μεγάλη έκταση.

Η πολιτιστική και φιλοσοφική επιρροή της αρχαίας Ελλάδας και Ρώμης στον Δυτικό πολιτισμό έχει ιστορικές ρίζες βαθιάς σπουδαιότητας για την κατανόηση της ανάπτυξης του Χριστιανισμού (1). Η ανάπτυξη της Δυτικής Εκκλησίας ήταν κατά βάση χωρίς διάκριση όσον αφορά τις ειδωλολατρικές εικόνες, και έτσι υπήρξε μια αποδοχή του φιλοσοφικού τους μηνύματος, που μείωνε την ευσέβεια. Αυτή η εικονολατρεία θα ήταν ανάθεμα για τους Εβραίους που πίστευαν στον Ιησού ως Μεσσία και είχαν γνώση του Εβραϊκού ξεχωρισμού από τον κόσμο. Αλλά και για τους πνευματικά και όχι “σαρκικά” σκεπτόμενους Χριστιανούς της Δύσης, θα ήταν μια πηγή μεγάλης στενοχώριας.

“Η δύναμη της κλασσικής παράδοσης συνάγεται από τη σχέση της και με την κοσμική και με την εκκλησιαστική εξουσία και τις αξιώσεις της . . . ήταν . . . μια παράδοση που οι Πάπες και οι πρίγκηπες της Εκκλησίας δέχονταν με χαρά. Ιστορίες Χριστιανικής δυσπιστίας απέναντι σε παγανιστικά πράγματα είναι σπάνιες, και η ζυγαριά κλίνει προς την επαναχρησιμοποίηση ειδωλολατρικών αγαλμάτων, μεταλλίων και πολύτιμων λίθων και κτιρίων. Μάλιστα οι Πάπες υιοθέτησαν Ρωμαϊκές αυτοκρατορικές εικόνες με ελάχιστες αλλαγές” (2). Αυτού του είδους η αφομοίωση προχώρησε χέρι-χέρι με τη στενή σχέση της Εκκλησίας με τη δύναμη της Ρώμης, προτού ο Χριστιανισμός γίνει η επίσημη θρησκεία της Αυτοκρατορίας με τον Μ. Κωνσταντίνο, στο πρώτο τέταρτο του 4ου αιώνα.

Ακόμη είναι ξεκάθαρο πως τουλάχιστον δύο γενιές πριν από εκείνη την εποχή, ο Χριστιανισμός είχε περάσει προς “την κουλτούρα και τα ιδανικά του Ρωμαϊκού κόσμου” (3). Η κατάσταση είχε προχωρήσει τόσο πολύ ώστε για τον Ωριγένη (185-254) ο Ιησούς είχε προβάλλει ό,τι καλύτερο είχε η Ελληνική φιλοσοφία και ηθική (4). “Ετσι ένας Χριστιανός δεν μπορούσε να απορρίψει ούτε τον Ελληνικό πολιτισμό ούτε τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, χωρίς να φαίνεται πως γυρνάει την πλάτη του σ' ένα κομμάτι της θεϊκά καθορισμένης προόδου της ανθρώπινης φυλής” (5). Ήδη λοιπόν από τότε, τα πράγματα είχαν απομακρυνθεί τόσο πολύ από τις Βιβλικές οδηγίες του να μην είμαστε “του κόσμου”, ώστε το μήνυμα της “εν Πνεύματι και αληθείας προσκύνησης”, το οποίο διαπερνούσε τους τύπους της σκηνής του Μαρτυρίου και του Ναού, και στο οποίο είχαν κληθεί οι πρώτοι Χριστιανοί, φαίνεται να έχει εξαφανιστεί. Η διαδικασία αυτή είχε στην πραγματικότητα ξεκινήσει πολύ καιρό πριν. Τα ισοδύναμά της μπορούν να βρεθούν ως νύξεις στην επιστολή Ιούδα (1, 3 και 4) και στη Β΄ Θεσσαλ. (2: 3 και 7) για παράδειγμα.

Από αυτήν την ανάμιξη παγανισμού και Χριστιανισμού ¾ ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά παραδείγματα, ήταν το πως ο αυτοκράτορας Μ. Κωνσταντίνος συμμετείχε στον προσδιορισμό του δόγματος στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο και το πως δημιούργησε τον Καισαροπαπισμό ¾ η μυστηριακή Βαβυλωνιακή θρησκεία άρχισε να διαβρώνει τον αληθινό Χριστιανισμό και να ηγεμονεύει πάνω του (6). Το εδ. Γενεσ. 10:9 αναφέρεται στον Νεμρώντ (από το εβρ. Μαράντ=επαναστατώ), τον ιδρυτή αυτής της θρησκείας. Δεν ήταν ασφαλές να βρίσκεσαι μέσα στον Ελληνορωμαϊκό κόσμο, και αν σκεφτούμε και τους διωγμούς ήταν και επικίνδυνο. Σίγουρα το μίσος και η περιφρόνηση ήταν η μοίρα των Εβραίων και των Χριστιανών που δεν υποτάσσονταν στις θεότητες της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, περί τα τέλη του 2ου αιώνα. Όμως η Ιουδαϊκότητα του πρώτου Χριστιανισμού θα τον είχε στηρίξει με ένα πολιτιστικό και διανοητικό παρελθόν με το οποίο θα μπορούσε να αντισταθεί στους πειρασμούς του Ελληνορωμαϊκού κόσμου, αν δεν είχε αποχωριστεί τόσο πολύ από τις τόσο σημαντικές ρίζες του.

Ήδη οι Εβραίοι είχαν αντιμετωπίσει την παγανιστική ισχύ της Ελληνικής πολιτικής και πολιτιστικής φιλοδοξίας, όταν ο Αντίοχος ο Δ΄ ο Επιφανής (175-164 π.Χ ), ένας τύπος του Αντιχρίστου, είχε βεβηλώσει το Ναό θυσιάζοντας ένα γουρούνι πάνω στο βωμό, εισάγοντας τη λατρεία του Δία, σταματώντας τις θυσίες προς τον Θεό και προσπαθώντας να εξελληνίσει το Ισραήλ. Σαν αντίδραση σε αυτά, έγινε η επανάσταση των Μακκαβαίων. Μετά τη νίκη των Μακκαβαίων και την επαναφιέρωση του Ναού, καθιερώθηκε η γιορτή της Χανουκκά (που αναφέρεται ως γιορτή των “εγκαινίων” στο Ιωαν. 10:22). “Αν και η διαδικασία του εξελληνισμού είχε προχωρήσει σ' όλη την εγγύς Ανατολή, από την εποχή ακόμη των κατακτήσεων του Μ. Αλέξανδρου, η πρόοδός της ήταν αργή μεταξύ των Εβραίων” (8). Η Εκκλησία, γυρνώντας την πλάτη της στις αξίες και τις πολιτιστικές ρίζες της Παλαιάς Διαθήκης, έμεινε κατά κάποιο τρόπο χωρίς κληρονομιά, και στάθηκε μετέωρη μέσα στον ωκεανό των κοσμικών απόψεων και φιλοσοφιών, τις οποίες τελικά δεν κατάφερε να αντιμετωπίσει.

Ο τυπικός πιστός Εβραίος, ένοιωθε πως δεν είχε τίποτα να μάθει από τους Έλληνες στους τομείς της θρησκείας και της ηθικής. Ο τρόπος που οι Εβραίοι της ανώτερης τάξης φλέρταραν με τον Ελληνικό πολιτισμό και πιθήκιζαν Ελληνικές μόδες (9), εξόργιζε τον γνήσιο Ισραηλίτη, και το σπουδαιότερο, είχε μια άλλη ελπίδα, έναν άλλο στόχο: τη προσμονή του Μεσσία και της ερχόμενης παγκόσμια βασιλείας των Ουρανών.

Η Εκκλησία όμως, αφήνοντας την πραγματική της καταγωγή, γεγονός που προβλέφθηκε καλά από τον Απόστολο Παύλο (Ρωμ. 11:18,15 και 27), έχασε την ικανότητά της να σταθεί ενάντια σε μια διαφορετική παγανιστική παγκόσμια τάξη και σε έναν διαφορετικό κόσμο σκέψης. Στο Κολοσσ. 2:8 και στο Ρωμ. 12:2 ο Παύλος δηλώνει καθαρά πως υπήρχαν αληθινοί κίνδυνοι στην ειδωλολατρική κουλτούρα που τους περιέβαλε. Οι Eλληνες, προειδοποίησε ζητούσαν σοφία (Α΄ Κορινθ. 1:22). Υπήρχε αρκετά ξεκάθαρη Γραφική αναφορά για την ανάγκη να σταθούν αντίθετοι στην ελληνική σοφία και όχι να αφομοιωθούν από αυτήν (Πράξεις 17:16-32). Χωρίς όμως ένα Ιουδαϊκό υπόβαθρο, η ιδέα ενός λαού ξεχωρισμένου από τα έθνη, άγιου μπροστά στον Θεό, που θα ανήκε μόνο σ' Αυτόν, ήταν κάτι πολύ ξένο. Επίσης η μεταφορά του κέντρου του Χριστιανισμού από την Ιερουσαλήμ στην παγκόσμια πρωτεύουσα των Εθνικών, τη Ρώμη, δεν ήταν απλά μια γεωγραφική αλλαγή, αλλά ήταν κάτι που προκάλεσε και μια βαθύτατη αλλαγή νοοτροπίας και στάσης .

Αυτή η πνευματική αλλαγή δεν ήταν φυσικά στιγμιαία, αλλά μπορούμε να τη θεωρήσουμε ως ένα τμήμα της αρχής της υπερηφάνειας και της αλαζονείας απέναντι στον Εβραϊκό λαό και της θεωρίας της αντικατάστασης (10) που οδήγησε την Εκκλησία κατευθείαν μέσα στην αίρεση και τον Μαρκιωνισμό. Αυτή η στάση επηρέασε τον Ιουστίνο, τον Χριστιανό φιλόσοφο και μάρτυρα. Η πλατωνική γνώση που είχε, επέδρασε στον χριστιανισμό του, και έτσι μέσα από τα κείμενά του πυροδοτείται η θεολογία του αλεξανδρινού Γνωστικισμού του 3ου αιώνα (Ωριγένης, Κλήμης Αλεξανδρείας). Μάλιστα και ο Ιουστίνος τον 2ο αιώνα και ο Ωριγένης τον 3ο, θριαμβολογούσαν για την Εκκλησία, δίνοντας έμφαση στη Χριστιανική ανωτερότητα απέναντι στους Εβραίους. Έτσι έθεσαν τα θεμέλια της μεταγενέστερης παραπλάνησης του Χριστιανισμού.

Αυτή η αποκοπή από τις Εβραϊκές ρίζες και η αποδοχή του Πλατωνισμού και Νεο-Πλατωνισμού, προκάλεσε καταστροφικές αλλαγές στην αντίληψη της Εκκλησίας. Έκανε “το φυσικό κόσμο του σώματος και της ύλης να φαίνεται πονηρός, επηρεάζοντας έτσι την αντίληψη που είχε η εκκλησία πάνω στο θέμα της σωτηρίας, της πνευματικότητας, του γάμου και της οικογένειας” (11). Η Εκκλησία έτσι, έγινε δεκτική σε Γνωστικές αιρέσεις και πολλές νεο-πλατωνικές διδασκαλίες που επηρέασαν πολλούς Πατέρες της Εκκλησίας. Από αυτή την απομάκρυνση ξεκινούν όχι μόνο ο αντι-Ιουδαϊσμός αλλά και πολλές ψευδοδιδασκαλίες και λανθασμένες Βιβλικές ερμηνείες. Αυτές είναι τόσο πολλές που δεν μπορεί αυτό το κείμενο να ασχοληθεί πολύ μαζί τους.B Ωστόσο τα αποτελέσματα τα ζούμε σήμερα, και μέσα και έξω από τις Εκκλησίες.

Ο Ιησούς Χριστός προειδοποίησε πολύ καθαρά (Ματθ. 20:25-28) πως οι Εθνικοί είχαν ένα τρόπο διακυβέρνησης διαφορετικό από αυτόν που θα έπρεπε να ισχύει ανάμεσα στους πιστούς. Και όμως δεν πέρασε πολύς καιρός, και οι πνευματικές εξουσίες άρχισαν να ασκούνται με εντελώς κοσμικό τρόπο (συγκεντρωτικά), και όχι συλλογικά και κοινοτικά ¾ με συμμετοχή όλου του σώματος στις διακονίες. Μάλιστα οι πιο σπουδαίοι επίσκοποι έφτασαν στο σημείο να “εξισωθούν κοινωνικά με τους Συγκλητικούς” (12), και επίσης ασκούσαν απολυταρχική εξουσία από την κορυφή της χριστιανικής κοινότητας, εισάγοντας ανθρώπους σ' αυτήν με το βάπτισμα, και αποκλείοντάς τους με τον αφορισμό ¾ όλα αυτά πολύ καιρό πριν την εποχή του Μ. Κωνσταντίνου (13). Με κανένα τρόπο δεν θα έπρεπε να γίνουν κληρικοί ιερατικής μορφής, και όμως είχαν γίνει (14). Θα έπρεπε να είναι “σύμβουλοι και βοηθοί, οδηγοί και τροφοδότες του ποιμνίου”. Ο Εβραίος Cohen (ιερέας), σύμφωνα με τη διδαχή της Νέας Διαθήκης, είναι μια πνευματική τάξη διαφορετική και όχι ισοδύναμη, με αυτή του επίσκοπου! Αν είχε γίνει κατανοητή αυτή η ευαγγελική αρχή, η Εκκλησία θα μπορούσε να αντιμετωπίσει καλύτερα την διολίσθηση της διακυβέρνησής της σε μια απολυταρχική ιεραρχία.

Ούτε θα έπρεπε να είχαν αναλάβει οι επίσκοποι, τις κοσμικές και κυβερνητικές διοικητικές εξουσίες που ανέλαβαν, θέλοντας να υπερασπιστούν το Ρωμαϋκό πολιτισμό μπροστά στην εισβολή των Βαρβάρων μέσα στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία.

Ο Θεός δεν απέρριψε τον λαό Του, τον Ισραήλ (Ρωμ. 11:2). Οι ηγέτες όμως της εκκλησίας του Θεού τον απέρριψαν, και έβαλαν στη θέση του, το “Νέο Ισραήλ”, την Εκκλησία, την οποία γρήγορα ταύτισαν με την “εκχριστιανισμένη” πλέον Ρωμαϊκή αυτοκρατορία !

Έτσι, οι θεοκρατικοί κυβερνήτες της μεσαιωνικής εποχής, όπως στην πιο γνωστή περίπτωση του Καρλομάγνου, όχι μόνο ταύτισαν τον Χριστιανισμό με την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, αλλά επίσης δικαιολογούσαν τους πολέμους τους παρουσιάζοντάς τους ανάλογους με αυτούς του λαού Ισραήλ ! Οι κληρικοί παρομοίαζαν πλέον τους αυτοκράτορες με τον Δαυίδ, ακόμη και με τον Μωυσή !

Αυτό που είναι πολύ ξεκάθαρο είναι πως και οι λειτουργίες των επισκόπων, και η συμπεριφορά των πρώτων μεσαιωνικών βασιλέων, καθώς και η θεολογία που τους περιέβαλλε, θα ήταν πολύ πιο εύκολο να ακολουθήσουν τα βιβλικά πρότυπα, αν το Εβραϊκό υπόβαθρο των πρώτων χρόνων της Εκκλησίας είχε καταφέρει να διατηρήσει την επιρροή του, αντί να αποκηρυχθεί και στη συνέχεια να λησμονηθεί. Στ' αλήθεια, ο λαός του Θεού καταστράφηκε από έλλειψη γνώσης (Ωσηέ 4:6).

Ο μεγάλος θαυμασμός για τους Πατέρες της Εκκλησίας και τις απόψεις τους (και την ελληνική φιλοσοφία), συνέχισε στη μεσαιωνική Δύση μέχρι που ο Θωμάς ο Ακκινάτης με το μνημειώδες έργο του, έκανε τον Αριστοτέλη, τον επιφανέστερο πνευματικό γίγαντα (13ος αιώνας). Έτσι οι πρώτες παραποιήσεις διατήρησαν την επιρροή τους για περισσότερο από μια χιλιετία, και το μεγάλο χάσμα ανάμεσα στους λαϊκούς και τους κληρικούς συνέβαλε στο να εμποδιστεί η πρόσβαση στη Βίβλο. Ακριβώς πριν τη Μεταρρύθμιση υπήρχε μια τάση “να θεωρούν τον Χριστό ως ένα υπόδειγμα, έναν κλασσικό ήρωα, ένα τρόπο ζωής μάλλον, παρά ως τον Σωτήρα πάνω στο Σταυρό” (15). Δεν είναι υπερβολή να πούμε πως οι Εβραϊκές ρίζες θα είχαν εξασφαλίσει αληθινή προστασία ενάντια στη θεώρηση του Μεσσία ως “κλασσικού ήρωα” (15).

Ένα από τα πιο βασικά κληροδοτήματα του Ακκινάτη, μέσα από την προβολή του Αριστοτέλη, ήταν η θεωρία πως η λογική του ανθρώπου είναι ικανή να διακρίνει τη Θεία Τάξη μέσα στο φυσικό κόσμο, και να αντλήσει από αυτήν ένα φυσικό νόμο που θα φέρνει τη σφραγίδα του Θεού. Δηλαδή η Πτώση, δεν είχε κατά βάση επηρεάσει τη νόηση του ανθρώπου. Οι ηθικοί νόμοι, σαν τους φυσικούς, ήταν δυνατόν να ανακαλυφθούν από την ανθρώπινη λογική και έμεναν πάντα οι ίδιοι. Χτίζοντας πάνω σ' αυτό το ψεύτικο οικοδόμημα, οι φυσικοί θεολόγοι άνοιξαν την πόρτα στην “κατά συνθήκη” ηθική, η οποία όπως και οι φυσικοί νόμοι δεν είναι καθόλου απόλυτη (16). Από αυτό ξεπρόβαλε και μια θεολογική ανταπόκριση που απαιτούσε να γίνεται διάκριση ανάμεσα στον “ηθικό” και τον “τελετουργικό” νόμο. Έτσι η επιρροή του Ακκινάτη, και του Αριστοτελισμού του, πάνω στην κατανόηση της ηθικής και του Νόμου, αποδείχτηκε πολύ καταστροφική για την κατανόηση της Βιβλικής αλήθειας.

Δυστυχώς και ο αντιμεταρρυθμιστής Πάπας Παύλος ο 4ος, και τα όψιμα κείμενα του Λούθηρου, είχαν εντελώς αντισημιτική στάση. Το αποτέλεσμα ήταν, για μια φορά ακόμη, η επέκταση του αντισημιτισμού. Καθώς ο Λούθηρος έγινε για τους Γερμανούς ένας εθνικός ήρωας, δια μέσου των αιώνων ανάλογα προχώρησε και ο αντισημιτισμός. Ήταν ο Παύλος ο 4ος που ανάγκασε τους Εβραίους να φοράνε κίτρινα καπέλα και να ζούν μέσα σε γκέττο τα οποία κλειδώνονταν και είχαν μια μόνο πύλη. Ο Λούθηρος, παρ' όλο το θάρρος και την ευφυία της αντιπαράθεσής του με τον Παπισμό, παρέδωσε στο Χριστιανισμό μια φοβερά ανακριβή όψη της Παλαιάς Διαθήκης. Παρουσιάζοντάς την σε αντιδιαστολή με την Καινή, επέμενε στον “ξεπερασμένο νομικισμό” της με αποτέλεσμα να φτωχύνει η θεολογία που ακολούθησε (17). Έτσι φαίνεται πως παρ' όλη την ελληνική και λατινική γνώση του, ο Λούθηρος απέτυχε, όπως τόσοι άλλοι πριν από αυτόν, να ξεπεράσει επαρκώς τα όρια του πολιτιστικού ουμανιστικού υπόβαθρου ¾ της μελέτης των κλασσικών γλωσσών, και κειμένων [μάλιστα δεν ήταν καν ουμανιστής, σύμφωνα με κάποιον θεολόγο που γράφει πως ο Λούθηρος είπε, “Ο Αριστοτέλης έχει πάρει τον κατήφορο και ίσως θα κατέβει μέχρι την κόλαση” (18)]. Και όμως τελικά ο Αριστοτέλης επηρέασε και αυτόν. Η γνώση του δεν του έδειξε τις Γραφές, την Παλαιά και Καινή Διαθήκη, στην όμορφη, εμπνευσμένη από τον Θεό, ενότητά τους.

Οι πνευματικά βλαβερές επιρροές του πολιτισμού, της φιλοσοφίας και των αντιλήψεων της Ελλάδας και της Ρώμης, έφεραν ολέθρια αποτελέσματα. Η Εκκλησία έγινε κοσμική, υπέκυψε σε πειρασμούς και συμβιβασμούς. Επίσης απέτυχε να δει πως η ρίζα είναι απαραίτητη και όχι προαιρετική, προκειμένου να τραφούν οι κλάδοι (Ρωμ. 11:17). Μάλιστα η σωστή αναγνώριση της ρίζας θα είχε ίσως σώσει την Εκκλησία από τους Έλληνες και Ρωμαίους διαφθορείς της. Άλλωστε ήταν η Εβραϊκή ρίζα, που είχε δώσει το Νόμο και τους Προφήτες (Ρωμ. 9:4,5). Η Εκκλησία, καθώς δεν αναγνώρισε το χρέος της προς τον λαό Ισραήλ, ώστε να τον αγαπήσει και να τον ευλογήσει, νομοτελειακά οδηγήθηκε σε μια μακραίωνη λατρεία του ελληνο-ρωμαϊκού πολιτισμού.

Είναι αξιοσημείωτο το ότι, η μελέτη της αρχαίας ελληνικής και λατινικής γλώσσας και λογοτεχνίας, παρέμενε θεμελιώδης για την θεολογική μόρφωση στη Μ. Βρεττανία, τουλάχιστον μέχρι την δεκαετία του '60. Η Αναγέννηση και ο Ουμανισμός απέκρυψαν την αξία της Εβραϊκής γλώσσας, ακόμα και σε μία χώρα όπως η Μ. Βρεττανία του 19ου αιώνα, στην κουλτούρα της οποίας η Βίβλος κατείχε κυρίαρχη θέση. Έτσι λοιπόν, η βάση της κουλτούρας δεν ήταν Βιβλική και Ιουδαιοχριστιανική, αλλά ήταν ελληνο-ρωμαϊκή. Το κόστος, τόσο γιά την Εκκλησία, όσο και για όλη τη Δύση, είναι ανυπολόγιστο. Ο απλός πιστός και ο Δυτικός άνθρωπος, αποκόπηκαν από τον τρόπο σκέψης του Ιησού, αλλά και από την κατανόηση της γεμάτης με Εβραϊκούς ιδιωματισμούς διδασκαλίας Του, όπως αυτή ξετυλίγεται μέσα απο τις σελίδες των Ευαγγελίων.

Οι αξίες του αρχαίου ελληνο-ρωμαϋκού πολιτισμού διαιωνίστηκαν, και διαπότισαν τη δυτική σκέψη, όχι μόνο με τον αντι-Ιουδαϊσμό τους, αλλά και με τις ποικίλες και αλληλοσυγκρουόμενες ηθικές του νόρμες.

Αφού η γλώσσα και η λογοτεχνία είναι κατά μεγάλο μέρος ο τρόπος εισόδου σε ένα πολιτισμό και στις αξίες του, αυτές τις μέρες πολλοί Χριστιανοί αρχίζουν να καταλαβαίνουν πληρέστερα τη σπουδαιότητα της Εβραϊκής γλώσσας. Είναι σίγουρο όμως, πως για αιώνες οι πολιτισμοί της Ελλάδας και της Ρώμης υπήρξαν τα πολιτιστικά είδωλα των Χριστιανών και της Εκκλησίας. Επίσης το 19ο αιώνα, τα δημόσια σχολεία και οι ιδιωτικοί παιδαγωγοί (που ήταν κυρίως κληρικοί) της Ευρωπαϊκής αριστοκρατίας, θα μπορούσαν να είχαν δείξει το θαυμαστό κόσμο των Εβραίων και της Παλαιάς Διαθήκης με τον ίδιο τρόπο που είχαν προβάλλει τόσο πολύ τον κλασσικό κόσμο.

Η αίσθηση πως ο Εβραίος ήταν ένας ξένος ανάμεσα στους άλλους ¾ ή και κάτι ακόμα χειρότερο ¾ παρέμεινε βαθιά ριζωμένη. Αυτό, στα σωστά χέρια, βοήθησε να πραγματοποιηθεί η διακήρυξη του Μπάλφουρ και συνέβαλλε σε μια κάποια αποδοχή των Σιωνιστικών ελπίδων για ίδρυση Εβραϊκού κράτους. Στα λάθος χέρια όμως, έγινε αντισημιτισμός. Στα ακόλουθα παραδείγματα (20) φαίνεται η αποτυχία της μη-αναγνώρισης της αληθινής σχέσης του Χριστιανού με την Εβραϊκή του καταγωγή (σύμφωνα με το Ρωμ. 11:18). Ο κόμης του Ντέρμπυ που είχε υφιστάμενό του τον Ντισραέλι, το 1866, και ο Λόρδος Σαλίτσμπουρυ (Γραμματέας Ε‹ξωτερικών του Ντισραέλι το 1878-1880), συνόψισαν αυτή τη στάση προς τους Εβραίους, ακόμη και αν επρόκειτο για χριστιανούς Εβραίους, όπως ο Ντισραέλι. Ο Σαλίτσμπουρυ περιέγραψε τον ηγέτη του σαν έναν “χωρίς αρχές Εβραίο, που δεν είχε κανένα δικαίωμα να βρίσκεται στο Κοινοβούλιο”. Και ο Ντέρμπυ είπε γι' αυτόν πως, “πιστεύει ολοκληρωτικά στο γόητρο ¾ όπως και όλοι οι ξένοι”. Ο Δούκας του Γουέλλινγκτον και ο Σαλίτσμπουρυ, πίστευαν και οι δύο, πως οι Εβραίοι δεν θα έπρεπε να νομοθετούν σε μια Χριστιανική κοινότητα !

Οι επιλογές της εκπαίδευσης δείχνουν καθαρά τον τρόπο που η Ελλάδα και η Ρώμη διαπέρασαν ένα εκπαιδευτικό κόσμο ο οποίος δεν αγνοούσε τη Βιβλική γνώση, και εξηγεί απλά, πως, ενάντια στην ιστορική πραγματικότητα, αποκλείστηκε το Εβραϊκό και Ιουδαϊκό περιεχόμενο της Χριστιανικής Πίστης. Φυσικά δεν συνέβηκε πάντα έτσι, όπως μας δείχνει η πρόσφατη ιστορία της Christ-Church, της πρώτης Διαμαρτυρόμενης εκκλησίας, τον 19ο αι., στην Ιερουσαλήμ. Οπωσδήποτε ο Θεός προγνώριζε πως η Ιερουσαλήμ θα έπεφτε στα χέρια των Εθνών και ο Ιησούς ξεκαθάρισε πως η Βασιλεία Του δεν ήταν αυτού του κόσμου, αλλά πως το Ευαγγέλιο θα εξαπλωνόταν (Λουκ. 24:47) σε όλα τα έθνη. Οι πνευματικές όμως ρίζες του Χριστιανισμού ποτέ δεν θα έπρεπε να έχουν αποκοπεί από την Ιερουσαλήμ.

Η λαχτάρα των Εβραίων για “τον επόμενο χρόνο στην Ιερουσαλήμ” και η επιθυμία των μαθητών του Ιησού για την επιστροφή Του, έχουν γίνει λόγω της εκκλησιαστικής θεολογίας, δύο παρράλληλα φαινόμενα που δεν συναντώνται. Όμως, όπως ο λαός Ισραήλ ποτέ δεν έχασε την ελπίδα της επιστροφής του στη Γη της Επαγγελίας, παρά την απομάκρυνσή του από αυτήν, έτσι και η Εκκλησία, αν και εξαπλώθηκε ο Χριστιανισμός από την Ιερουσαλήμ σε όλα τα έθνη, δεν θα έπρεπε ποτέ να ξεχάσει τους δεσμούς της με τον λαό Ισραήλ ούτε να αποχωριστεί από τις αληθινές της ρίζες.

Όμως ολόκληρα τμήματα της Εκκλησίας φανερώνουν την προέλευσή τους από Ρωμαϊκά και Ελληνικά κοσμικά βασίλεια, και όχι την Εβραϊκή πνευματική τους προέλευση. Μέσα από τον Καισαροπαπισμό έγινε μια υπερκάλυψη του πνευματικού από τα κοσμικά συστήματα, και μια αποδοχή του κατ' όνομα Χριστιανού και κοινωνικά αποδεκτού εκκλησιαζόμενου, παρά του αληθινά πιστού. Οι Εβραίοι από την εποχή τουλάχιστον του Μ. Κωνσταντίνου ήταν απόκληροι. Οι Χριστιανοί είχαν γίνει κοινωνικά αποδεκτοί. Έτσι συμμορφώνονταν με την Ελληνική και Ρωμαϊκή κουλτούρα και ήταν ενταγμένοι σ' αυτό το πολιτικό σύστημα. Η ταύτιση με τους Εβραίους θα ήταν ταύτιση με απόκληρους και μη-σεβαστούς ανθρώπους. Αυτήν την κλήση την αρνήθηκε η Εκκλησία. Σαν συνέπεια θέρισε όχι μόνο μια διαστρεβλωμένη πνευματικότητα, αλλά και καταστάσεις κατάρας, όπως τα σχίσματα και οι αιρέσεις.

Η φοβερή αλήθεια είναι πως οι ακόλουθοι του Εβραίου Μεσσία αγκάλιασαν την ελληνική Φιλοσοφία και το ρωμαϊκό νόμο και σύστημα διακυβέρνησης και εγκατέλειψαν τους Εβραίους. Κάνοντάς το αυτό, άφησαν την ανθρώπινη οργάνωση να αντικαταστήσει τα σχέδια του Θεού, τους ανθρώπινους τρόπους να υποσκελίσουν την αποκάλυψη του Θεού, και δημιούργησαν έναν αφόρητο τυπικισμό και νομικισμό στη θέση της ελευθερίας του Αγίου Πνεύματος, ενώ συγχρόνως κατηγορούσαν τους Εβραίους για νομικισμό !

Η πνευματική τους αλαζονεία τούς εμπόδιζε να αναγνωρίσουν τα σχέδια του Θεού όπως αυτά αποκαλύπτονταν από τους προφήτες Του μεσα στις Γραφές, γιατί εκεί φαινόταν καθαρά η γεμάτη χάρη διατήρηση της Διαθήκης με τον αρχαίο λαό Του. Ακολούθησε η συμμόρφωση της Εκκλησίας με τις πολιτικές δομές και τη σκέψη του κόσμου και έτσι μπορεί να μην εμποδίστηκαν οι δρόμοι του Θεού μέσα στην Ιστορία, αλλά “η Εκκλησία σταμάτησε να κατανοεί την Ιστορία και ιδιαίτερα τον δικό της ρόλο μέσα στην Ιστορία” (22).

“Η ίδια Εκκλησία, που κάποτε ήταν απόβλητη, τώρα βρέθηκε δίπλα στον θρόνο του Καίσαρα” (23) και έτσι απέκτησε όχι μόνο θέση και κύρος, αλλά και μια ισχύ και σκέψη που δεν ήταν μιας Εκκλησίας που εξαρτιόταν από τον Θεό της Ιστορίας, αλλά μιας Εκκλησίας που με κοσμικό βραχίονα μπορούσε να χρησιμοποιεί το στρατό, τη νομοθεσία, τη πολιτική, τους αυτοκράτορες, και που τελικά επενέβη στην Ιστορία σύμφωνα με τα συμφέροντα των γήινων αρχόντων και όχι σύμφωνα με τα σχέδια του Θεού.

Σήμερα, οι περισσότεροι μέσα στην Εκκλησία δεν μπορούν να δουν τη θέση της Ιερουσαλήμ μέσα στο σχέδιο του Θεού, ούτε τη σπουδαιότητα της επιστροφής του Εβραϊκού λαού στο επανιδρυμένο Εβραϊκό κράτος, ούτε τη ζωτικής σημασίας αλήθεια πως “η σωτηρία είναι εκ των Ιουδαίων” ( Ιωάν.4:22) ¾ πως ο Μεσσίας είναι Εβραίος, όπως και οι Απόστολοί Του, και πως θα δώσουν λόγο όσοι έπραξαν ενάντια στον ελάχιστο από τους κατά σάρκα αδελφούς Του (Ματθ. 25:31-46).

Μέσα στον κόσμο, αυτή ακριβώς η υπερηφάνεια και η ανεξαρτησία από τον Θεό, που φανερώθηκε μέσα από τον Ουμανισμό, αντικατέστησε την ευθύνη που είχαν οι γονείς για την εκπαίδευση των παιδιών τους, με την ευθύνη του σχολείου και του κράτους, και έφερε κατάρρευση της οικογένειας. Έτσι οι εντολές της “Παλαιάς Διαθήκης” για την ευθύνη που είχαν πρώτιστα οι γονείς στο σπίτι να ανατρέφουν τα παιδιά τους με νουθεσία Κυρίου ξεχάστηκαν, καθώς και η Θεϊκή άποψη για όλους τους τομείς της ανθρώπινης ζωής. Η υπερηφάνεια και η αλαζονεία του ανθρώπου που φαίνεται και μέσα στις διάφορες εκφράσεις του πολιτισμού και μέσα στην Εκκλησία, ξεπήδησαν από την οικειοποίηση των αξιών του ελληνο-ρωμαϊκού πολιτισμού.

Μπορούμε ξανά να επιστρέψουμε σε έναν Θεό μακρόθυμο και ελεήμονα, που η αγάπη Του δεν εκπίπτει, και να μετανοήσουμε, και αν αυτό είναι το αποτέλεσμα αυτής της μελέτης, τότε πραγματικά θα είναι καρποφόρο. Είναι απαραίτητο να εγκαταλειφθεί η ειδωλοποίηση των ριζών του σύγχρονου Ουμανισμού, η πίστη πως, “Μια ιδιότητα του ανθρώπου είναι να μπορεί με την καθοδήγηση της Χριστιανικής πίστης και το παράδειγμα των Αρχαίων, να δημιουργήσει μια εικόνα της ανθρώπινης ομορφιάς και να παράγει την αρμονία, στην οποία η ζωή του ανθρώπου μπορεί θεωρητικά να φτάσει”. (24)

Με την εγκατάλειψη των ελληνο-ρωμαϊκών θεμελίων μπορούμε να φτάσουμε σε μεγαλύτερη αποκάλυψη, κατανόηση και εμπειρία του μόνου αληθινού Θεού. Η ειδωλολατρική κληρονομιά πρέπει να εγκαταλειφθεί αν θέλουμε να γνωρίσουμε την Αλήθεια και να ελευθερωθούμε με αυτήν, και προκειμένου η Εβραϊκή κληρονομιά, που έφτιαξε ο Θεός για τον Χριστιανικό κόσμο, να μπορέσει να κάνει το έργο της μέσα στην Εκκλησία, την κοινωνία και το κράτος, όπως ο Θεός οδηγεί. Ας αποχωριστούμε από τη δύναμη των ελληνο-ρωμαϋκών ριζών και ας επιστρέψουμε στις εβραϊκές ρίζες, στις αληθινές ρίζες της Χριστιανικής Εκκλησίας. Πώς αλλιώς θα φέρει η Εκκλησία αληθινή μαρτυρία στον κόσμο;

Christopher Barder

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. John Summerson, The Classical Language of Architecture, Thames & Hudson, 1980, p. 89.

2. Michael Greenhalgh, The Classical Tradition in Art, Duckworth, 1978, p. 20.

3. Peter Brown, The World of Late Antiquity, Thames & Hudson, 1971, p. 82.

4. Ibid, p. 83.

5. Ibid., p. 84.

6. Ralph Edward Woodrow, Babylonian Mystery Religion, Ralph Woodrow Evang. Assoc. Inc., 1990.

7. Brown, op. cit., p. 16.

8. Moshe Rosen, Y’shua, Moody Press, 1982, p. 4.

9. Ibid., p. 5.

10. Βλ. Marvin R. Wilson, Our Father Abraham : The Jewish Roots of the Christian Faith, William B. Eerdmans Publ. Co & Centre for Judaic-Christian Studies, 1989, pp. 88-89.

11. Φράσεις που αναφέρονται σ’ αυτή την παράγραφο προέρχονται ibid., p. 90.

12. A.H.M. Jones, The Decline of the Ancient World, Longmans, 1966, p. 270.

13. Ibid., p. 252.

14. Για τον μη ιερατικό χαρακτήρα, ανόμοια με την ιερωσύνη της Π. Διαθήκης, βλ. Robert Girdlestone, “Girdlestone’s Synonyms of the Old Testament”, ed. Donald R. White, Baker Book House, p. 270.

15. A. C. Dickens, Reformation and Society in Sixteenth Century Europe, Thames & Hudson, 1966, p. 30.

16. Γι’ αυτή την αναφορά και μεγάλο μέρος αυτής της παραγράφου βλ. Danny Litvin, Pentecost is Jewish, Promise Publishing, 1987, fn. pp. v-vii.

17. John Drane, Introducing the Old Testament, Lion Publishing, 1987, pp. 330-331.

18. Owen Chadwick, The Reformation, Penguin Books, 1968, p. 44, 46.

19. F.M.L. Thomson, English Landed Society in the Nineteenth Century, Routledge & Kegan paul, 1963, pp. 81-87.

20. Γι’ αυτά που ακολουθούν βλ. John Kimche, The Unromantics : The Great Powers and the Balfour Declaration, Weidenfeld and Nicholson, 1968, pp. 70-71.

21. Kelvin Crombie, For the Love of Zion : Christian Witness and the Restoration of Israel, Hodder & Stoughton, 1991.

22. Claude Duvernoy, The Zionism of God, Ahva Press, Jerusalem, 1985, p. 226.

23. Ibid., στο οποίο οφείλεται μεγάλο μέρος αυτής της παραγράφου.

24. Sem Dresden, Humanism in the Renaissance, Weidenfeld & Nicolson, 1968, p. 229.


B Ï ¸ëëçíáò áíáãíþóôçò, ìðïñåß íá áðïêôÞóåé åìðåñéóôáôùìÝíç áíôßëçøç ôçò åðéññïÞò êáé ôùí ðíåõìáôéêþí óõíäÝóìùí ìåôáîý Íåï-ðëáôùíéóìïý, Ãíùóôéêéóìïý êáé ôçò íÝáò èñçóêåßáò ôïõ áðï-éïõäáéïðïéçìÝíïõ ÷ñéóôéáíéóìïý (üðùò áõôüò äéáìïñöþèçêå áðü ôïí 2ï áéþíá êáé åîÞò), áðü ôï èáõìÜóéï âéâëßï ôïõ ÊáèçãçôÞ áñ÷áßáò ÅëëçíéêÞò óôçí Ïîöüñäç, Erik Rob. Dodds : Åèíéêïß êáé ×ñéóôéáíïß óå ìéÜ Åðï÷Þ Áãùíßáò (åêäüóåéò ÁëåîÜíäñåéá, ÁèÞíá 1995).